- αμετάστρεπτος
- ος , ον , αμετάστροφος, η , ο1) не повёрнутый, не изменивший направления; 2) необратимый; неизбежный (о результате, исходе и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμετάστρεπτος — η, ο (Α ἀμετάστρεπτος, ον) αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω νεοελλ. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος αρχ. αδιάφορος, απρόσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μεταστρέφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί] … Dictionary of Greek
ἀμεταστρέπτως — ἀμετάστρεπτος not to be diverted adverbial ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάστρεπτον — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem acc sg ἀμετάστρεπτος not to be diverted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταστρέπτοις — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταστρέπτους — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάστρεπτοι — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεταστρεπτί — ἀμεταστρεπτὶ και τεί επίρρ. (Α) [ἀμετάστρεπτος] δίχως μεταστροφή, δίχως να γυρίσει κανείς πίσω, κατ’ ευθείαν μπροστά … Dictionary of Greek